σινολογικός

σινολογικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στη οινολογία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σινολογικός — ή, ό, Ν [σινολογία] σχετικός με την σινολογία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”